μεγαλοφυής

μεγαλοφυής
-ές (ΑM μεγαλοφυής, -ές)
1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και τού οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής καλλιτέχνης» β. «μεγαλοφυής εφευρέτης»)
2. (για ανθρώπινα έργα) αυτός που έχει γίνει από μεγαλοφυή άνθρωπο ή αυτός που ταιριάζει σε μεγαλοφυή άνθρωπο (α. «μεγαλοφυές δημιούργημα» β. «μεγαλοφυά ήθη καί πάθη», Διον. Αλικ.)
μσν.-αρχ.
λεγόταν ως τιμητική προσφώνηση («ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου», Ιουστιν.)
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλο ανάστημα, μεγαλόσωμος, σωματώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλοφυές
μεγάλη, έξοχη ευφυΐα, εξαιρετικό πνεύμα.
επίρρ...
μεγαλοφυώς (Α μεγαλοφυῶς)
με τρόπο μεγαλοφυή
αρχ.
(με κακή σημ.) με υπερβολικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. αυτο-φυής, ευ-φυής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοφυής — of noble nature masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες: Μεγαλοφυής επιστήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοφυῆ — μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαλοφυής of noble nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαλοφυής of noble nature masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυέστερον — μεγαλοφυής of noble nature adverbial comp μεγαλοφυής of noble nature masc acc comp sg μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεστάτων — μεγαλοφυής of noble nature fem gen superl pl μεγαλοφυής of noble nature masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεστέραις — μεγαλοφυής of noble nature fem dat comp pl μεγαλοφυεστέρᾱͅς , μεγαλοφυής of noble nature fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεῖ — μεγαλοφυής of noble nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγαλοφυής of noble nature masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεῖς — μεγαλοφυής of noble nature masc/fem acc pl μεγαλοφυής of noble nature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυές — μεγαλοφυής of noble nature masc/fem voc sg μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυέστατα — μεγαλοφυής of noble nature adverbial superl μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”